ΛΑΚΚΟΙ ΚΑΙ ΛΑΚΚΙΩΤΕΣ
Μεγάλο είναι το βάρος που σηκώνομε, εξ αιτίας των αγώνων και των θυσιών των προγόνων μας και έχουμε υποχρέωση να είμαστε αντάξιοί τους. Στο τέλος της επανάστασης της Κρήτης των ετών 1866-68 μεταξύ των άλλων (Παντέρμη Κρήτη, Παντ. Πρεβελάκη σελ. 316) οι κεφαλές της επανάστασης των "χιλίων ημερών", ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, δύο Μαυρογένηδες, δυο Μάντακες, ο Κωσταντής Κριάρης, ο Σκουλάς και ο Νικολούδης είχαν απομείνει στα όπλα, κυνηγημένοι με μερικούς δικούς τους, στο φαράγγι της Σαμαριάς κάτω από το Ξυλόσκαλo ήταν χειμώνας βαρύς και δεν είχαν ούτε να φάνε. Οι Τούρκοι απειλούσαν με αντίποινα τους συγγενείς τους. Ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, οι Μαυρογένηδες, οι Μαντάκηδες, ο Σκουλάς, οι Μαλινδρέτοι, ο Νικολούδης, όλοι πολέμαρχοι, από τους Λάκκους, ηρωικές μορφές, αναγκάστηκαν να παραδοθούν στους Τούρκους μετά από αγώνες τριών ετών. (Ο πασάς με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων είχε δώσει αμνηστία ).
Παραδόθηκαν λοιπόν σε μια τοποθεσία πάνω από τους Λάκκους, στη Μπουμπαρδοκεφάλα, Οι Τούρκοι τους περάσανε μέσα από τα χωριά σιδηροδέσμιους και τους πήγαν στη φυλακή στα Χανιά. Κατά το πέρασμα από τους δρόμους των Χανίων, τους γιουχάιζαν και τους πετούσαν ακαθαρσίες οι Τούρκοι και οι Εβραίοι (μπουκιές να τσοι κάνετε να πάρουμε κομμάτια σκούζανε ξεμουρωμένες, (χωρίς φερετζέ), οι χανούμισες).
Ο καπετάν Κριάρης (1797 - 1884), δεν παραδόθηκε τότε, πέρασε πάνω από το Ξυλόσκαλο στο Ληνοσέλι μέσα από πολύ χιόνι με μερικούς δικούς του και πήγε στο Σέλινο (καταγόταν από τον Αζoγυρέ χωριό της επαρχίας Σελίνου). Υστερα από λίγο στη προσπάθειά του να φύγει για την Αθήνα τραυματίστηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Οι Τούρκοι τον είχαν εντοπίσει κατόπιν προδοσίας. Ο γιός του Γιώργης πήγε να τον βοηθήσει "ήντα (τί) έπαθες αφεντάκι" τον ρώτησε, "φύγε να σωθείς και εγώ ξιά μου". Στη συνέχεια παρόλο που ήταν τραυματισμένος κατάφερε και ξέφυγε και αυτός। Πήγε σε ένα γνωστό του που τον έκρυψε στο στάβλο। Κατόπιν παραδόθηκε και αυτός στους Τούρκους γιατί δεν ήθελε να βάζει σε κίνδυνο τον άνθρωπο που τον φιλοξενούσε। Τον πήγαν στο νοσοκομείο και στη συνέχεια στη φυλακή στα Χανιά.
Ο Σελήμ αγάς στον οποίο παραδόθηκε του είπε "Γιάντα (γιατί) καημένε Κωσταντή δεν επροσκύνησες κι εσύ; Ένα Σουλτάνο ήθελες να πολεμάς;", "Ετσά (έτσι) μου ήτανε γραφτό Σελήμ αγά। Για την πατρίδα μου επολέμουν", απάντησε ο Κριάρης। Αργότερα όλους τους άφησαν ελεύθερους με τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων। Γράφεται ότι ο Κριάρης ήταν σκληρός πολεμιστής και μάλιστα ότι δεν λύγισε ποτέ. Όταν οι Τούρκοι σε μάχη σκότωσαν τον αδελφό του, του πέταγαν τα κομμάτια του και φώναζαν "πάρε Κριάρη να φας κρέας" αυτός ανταπαντούσε: "έχει κοπέλια σκύλοι και θα πάρουν εγδίκηση". Ο γιος του Κωσταντή Γιώργης ήταν παππούς της γιαγιάς μου Αρτεμισίας, από τη μητέρα μου. Οι Κριάρηδες είναι απόγονοι των Σκορδίληδων, οι οποίοι ήσαν από τα αρχοντόπουλα που έστειλε από το Βυζάντιο για να αντιμετωπίσουν τους Σαρακηνούς, ο Νικηφόρος Φωκάς.
Ο Κωσταντής μετά την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους πήγε στην Αθήνα όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, σαν στρατηγός εν ενεργεία. Σε κεντρική πλατεία των Χανίων υπάρχει σήμερα αδριάντας του Κριάρη που πέθανε το 1884 πριν προλάβει να δει την απελευθέρωση της Κρήτης για την οποία πολέμησε 60 ολόκληρα χρόνια.
Υπάρχει σχετικό άσμα που μεταξύ άλλων λέει:
Οποιος στο Νάδη κατεβεί να μην το λησμονήσει
να πάει να βρη τσοι Αρχηγούς Κριάρη και Κορκίδη
…………………………………………………..
να των ε πει τα νεϊκά πούχαν επιθυμία
πως ελευθερωθήκαμε από την τυραννία
κι ο Τούρκος δεν δικάζει μπλιο
Ανιψιός του Κωσταντή ήταν ο Ιωάνης Κριάρης που διατέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης και Εσωτερικών στην Αθήνα.
Από τους παραπάνω επαναστάτες, ο ένας Μαυρογένης ήταν ο Εμμανουήλ αρχηγός της επανάστασης του 1858, ο άλλος ο πατέρας του παππού μου ο Σταμάτης.
Ο Εμμανουήλ Μαυρογένης (1808-1884) ήταν από τα πιο σημαίνοντα μέλη του κλάδου των Κρητικών Μαυρογένηδων। υπήρξε αρχηγός της επανάστασης του 1858। Η έναρξη της επανάστασης του 1858 έγινε όταν ο Εμμ. Μαυρογένης
που κατοικούσε στο Συρίλι ειδοποιήθηκε από
το Σταμ. Μαυρογένη, προπάππο μου που κατοικούσε στους Λάκκους, ότι Τούρκοι
φοροεισπράκτορες είχαν πάει στους Λάκκους και εισέπρατταν φόρους. Μικρή ομάδα
οπλοφόρων με τον Εμμ. Μαυρογένη ανέβηκε στους Λάκκους και έδιωξε τους
φοροεισπράκτορες αφού τους πήρε και έδωσε πίσω τους φόρους που είχαν εισπράξει.
Στη συνέχεια έγινε συγκέντρωση 6000 οπλοφόρων στα Μπουτσουνάρια Χανίων που
απειλούσαν τους Τούρκους και αξίωσαν την αποπομπή του Βελή πασά και χορήγηση προνομίων. και αξίωσαν την αποπομπή του Βελή πασά και το δικαίωμα να έχουν όπλα στα σπίτια τους. Φαίνεται ότι από τότε τους έχει μείνει να έχουν και κάποιο όπλο στο σπίτι τους οι ορεινοί Κρητικοί. Με την πίεση των γεγονότων η υψηλή Πύλη, αντικατέστησε το Βελή πασά Χανίων με τον Σαμή πασά ο οποίος με το φιρμάνι που έφερε από το Σουλτάνο (Χάτι Χουμαγιούν), έδιδε ορισμένα προνόμια στους Κρητικούς (θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά καθώς και δικαίωμα οπλοφορίας, βλέπε Ιστορία Γ Λυκείου σελ 186), τα οποία όμως γρήγορα καταργήθηκανΚατά την Επανάσταση του 1858 είχε ο Μαυρογένης δική του σφραγίδα.Επίσης είχε και σημαία που έγραφε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΜΜ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ. Η σημαία της εικόνας που αναγράφει ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ ήταν σημαία του, κατά την επανάσταση του 1866.
Φωτογραφία της υπάρχει στο βιβλίο του BLANCARD. Αργότερα είχε άλλη σημαία με επιγραφή ΕΝΩΣΙΣ Η ΘΑΝΑΤΟΣ όπως φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία, που είναι έφιππος με δύο οπλίτες του.
Από τους Μαντάκηδες ο ένας ήταν ο Μάρκος πατέρας της γιαγιάς μου Κατίνας, ο άλλος ο αδελφός του, Αναγνώστης (Χαράλαμπος) αρχηγός πολλών επαναστάσεων.
Ο Αναγνώστης Μάντακας είχε το προνόμιο να ζει σε πολύ μεγάλη ηλικία και να υψώσει την Ελληνική Σημαία για την ένωση με την Ελλάδα, την 1.12.1913 στην είσοδο του λιμανιού των Χανίων παρουσία του Πρίγκιπα Γεωργίου Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης. Μάλιστα λέγεται ότι όταν είπαν στον Γεώργιο να υψώσει τη σημαία, αυτός έδωσε το σχοινί, τιμής ένεκεν, στο Χατζημιχάλη και το Μάντακα. Υπάρχει σχετική μαρμάρινη πλάκα στο παλαιό φρούριο του Φιρκά στην είσοδο του λιμανιού των Χανίων, (ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΒΗΣ σελ. 288).Αδελφός της γιαγιάς Κατίνας, (γιος του Μάρκου Μάντακα), ήταν ο Μανόλης Μάντακας στρατηγός που στις 29/7/1938 ήταν αρχηγός ένοπλης αποτυχούσας εξέγερσης στα Χανιά το 1938, εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά και βρισκόταν στην παρανομία από το 1938 μέχρι το 1950. (ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΒΗ Χανιά 1252-1940 σελ. 310), (ΒΑΡΔΗ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ. Η αντίσταση στο Σέλινο σελ. 14),
Η οικογένεια των Μαντάκηδων ήταν φιλοβασιλική γιατί η βασιλική οικογένεια με έξοδα του κράτους σπούδασε στο εξωτερικό στη Γαλλία τον Μανόλη Μάντακα στη σχολή πολέμου και το Μάρκο Μάντακα δικηγόρο (γιο του Αναγνώστη), στη συνέχεια όμως εστράφη στην αριστερά. Ο Μανόλης στρατηγός ε.α. συνελήφθη μετά το αποτυχόν κίνημα, το 1938 εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά, στα Χανιά αλλά ελευθερώθηκε από 15 ενόπλους Λακκιώτες μεταξύ των οποίων και ο 21χρόνος τότε αδελφός του πατέρα μου Σταμάτης. Ο Σταμάτης μου διηγήθηκε ότι όταν πήγαν στη Μεραρχία και έμαθαν ότι συνελήφθη ο Μάντακας και κρατείται στο κτίριο της Διοίκησης, συνέλαβε ένα ανώτερο αξιωματικό, του πήρε το περίστροφο και με το περίστροφο στον κρόταφο τον πήγε με τους άλλους ένοπλους στο Διοικητήριο όπου κρατούσαν τον Μάντακα και ζήτησαν την απελευθέρωση του. Ετσι ελευθέρωσαν τον Μάντακα και όπως μου είπε, ο Σταμάτης, πυροβόλησε και κατέστρεψε τη φωτογραφία του Βασιλιά μέσα στο Διοικητήριο, μπροστά στους ανθρώπους του Μεταξά, φωνάζοντας ζήτω η Δημοκρατία. Σημειώνω εδώ ότι ο Μάντακας είχε παραιτηθεί από το Στρατό με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά το 1936. Στη συνέχεια (το 1938) ο Μάντακας κρύφτηκε στο Βαρύπετρο, στους Λάκκους, στον Ομαλό και στα Σφακιά.
Μετά το πραξικόπημα μάλιστα συνέβη και το εξής ευτράπελο. Ο Μεταξάς έστειλε ένα λόχο στρατού με λοχαγό ένα Μανιάτη να πάει στους Λάκκους και να συλλάβει τον Μάντακα, ο οποίος σημειωτέον είχε καταδικαστεί εις θάνατον. Ο λόχος ξεκίνησε και το βράδυ στρατοπέδευσε έξω από τους Λάκκους. Το βράδυ έβαλαν διπλοσκοπιές και ξαφνικά άκουσαν φασαρία προς μια κατεύθυνση. Αρχισαν να πυροβολούν και τα πράγματα ησύχασαν. Το πρωί ανακάλυψαν ότι είχαν σκοτώσει ένα γάιδαρο! Ο λοχαγός , ορθά σκεπτόμενος το πρωί πήγε μόνος του στους Λάκκους και ζήτησε να δει τον Μάντακα. Εκειέ είναι το σπίτι του και πήγαινε να τον βρεις του είπαν στο καφενείο οι Λακκιώτες. Πήγε λοιπόν κι αυτός και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Απέξω είχαν μαζευτεί καμιά τριανταριά Λακκιώτες άλλοι με τις κατσούνες στους ώμους, οι νέοι και άλλοι στηριζόμενοι στις κατσούνες γελώντας και περιμένοντας να δούνε τι θα γίνει. Βγήκε ο Μάντακας έξω και ο λοχαγός τον χαιρέτησε στρατιωτικά και του είπε σε τόνο παράκλησης ότι τον έστειλαν να τον πάει στα Χανιά. Κοίταξε του λέει εγώ δεν έχω αντίρρηση αλλά αν φύγω μαζί σας όλοι αυτοί που βλέπεις εδώ θα σας πετροβολήσουν και δεν ξέρω τι θα γίνει. Επειδή όμως είμαι και εγώ στρατιωτικός και σε καταλαβαίνω, σου προτείνω να πω σε αυτούς εδώ να ψήσουν τρία τέσσερα αρνιά να κάτσετε να γλεντήσετε δυο τρεις μέρες και εγώ θα πάω στον Ομαλό. Θα γυρίσετε στα Χανιά και θα τους πείτε ότι ήμουνα στον Ομαλό και δεν με βρήκατε. Ετσι και έγινε γλεντήσανε και γυρίσανε άπρακτοι στα Χανιά. Το 1943 έφυγε για την Αθήνα και σαν μέλος του ΚΚΕ μετείχε του απελευθερωτικού κινήματος και της πρώτης φάσης του εμφύλιου πολέμου. Ο στρατηγός Μάντακας ήταν μέλος
της Κυβέρνησης του βουνού κατά τη Γερμανική κατοχή και αρχηγός του ΕΛΑΣ Αθηνών κατά το κίνημα του 1944 (Δεκεμβριανά). Στο δεύτερο γύρο του εμφύλιου (1946 - 48), επειδή δεν συμφωνούσε, δεν ανέβηκε στο βουνό. Συνελήφθη όμως και εξορίστηκε στην Μακρόνησο. Αργότερα εκλέχτηκε δύο φορές βουλευτής της Αριστεράς (ΕΔΑ). Αδελφός της γυναίκας του, Μαρίκας, ήταν ο Βαγγέλης Κτιστάκης (βασικό μέλος και αυτό του ΚΚΕ), που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στα Χανιά το 1943. Τα πιο πολλά από τα μέλη της οικογένειας μας λόγω της συγγένειας με το στρατηγό Μάντακα υπέστησαν πολλές περιπέτειες. Ο πατέρας μου μετατέθηκε δυσμενώς τον Οκτώβριο του 1940 στη Σύρο, ο παππούς μου και η γιαγιά μου πήγαν το 1939 εξορία (Νάξο και Ανάφη), ακόμα και ο Σταμάτης πήγε εξορία το 1946-48 στον Αγιο Ευστράτιο. Προηγουμένως ο Σταμάτης είχε πολεμήσει σαν ναύτης στον Ελληνοιταλικό πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου, το πλοίο του βυθίστηκε. Στην Αντίσταση (1942 - 44) έλαβε μέρος στη μάχη της Παναγιάς Χανίων, μάλιστα δίπλα του σκοτώθηκε ο φίλος, συγχωριανός και συνομήλικός του Χαράλαμπος Κουτρούλης.
Όπως ίσως προσέξατε κανενός από τους προγόνους μας το επώνυμο δεν τελειώνει σε "άκης" ο λόγος είναι ότι σε "άκης" τελειώνουν τα ονόματα εκείνων των Κρητικών που έμειναν στα πεδινά και υποδουλώθηκαν στους Τούρκους, πράγμα που δεν συνέβη με τους ορεινούς Κρητικούς.
Οι Μαυρογένηδες όπως έχω γράψει και αλλού, το 1715 έφυγαν από την Πελοπόννησο (Βαμβακού Λακωνίας), πήγαν στις Κυκλάδες και ένα μέλος ο Εμμανουήλ πήγε στην Κρήτη (Χανιά - Βαμβακόπουλο) και μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη 1770, ανέβηκε στους Λάκκους.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Λάκκοι δεν υποδουλώθηκαν στους Τούρκους και οι Λακκιώτες ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Πολλές φορές τους έκαψαν το χωριό οι Τούρκοι. Το 1822 και το 1866 πριν πατήσουν οι Τούρκοι το χωριό, το έκαψαν μόνοι τους οι Λακκιώτες και μετά φύγανε για τον Ομαλό. Οι πιο πολλές επαναστάσεις της Κρήτης ξεκινούσαν από τους Λάκκους. Η μεγάλη επανάσταση του 1866-68 κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια. Κατά την επανάσταση έγινε εισβολή των Τούρκων στους Λάκκους τέσσερις φορές (17.9.1866, 29.11.1866, 27.1.1868 και κατάληψη και του Ομαλού για πρώτη φορά την 31.5.1868). Μόνο μια φορά στην Ιστορία κατάφεραν οι Τούρκοι να φθάσουν και για λίγο, στον Ομαλό, το 1868 κατά την τρίχρονη αποτυχούσα επανάσταση. Στα 1866 υπήρχε σώμα ενόπλων γυναικών, από τους Λάκκους, με δική τους σημαία, μεταξύ των οποίων και η Μαρία Μαυρογένη του Στυλιανού (πρώτη εξαδέλφη του παππού μου). Στην επανάσταση του 21 και συγκεκριμένα την 22.4.1829 σκοτώθηκαν σε μάχη στα Λιβάδια Χανίων τρεις Μαυρογένηδες μεταξύ των οποίων και ο παππούς του παππού μου Στυλιανός (38 ετών τότε). Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος του, Σταμάτης πατέρας του παππού μου!
Οι αγώνες των Λακκιωτών συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή τους σε όλους τους πολέμους μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την ένωση με την Ελλάδα της Κρήτης αλλά και ως εθελοντών στον Μακεδονικό αγώνα (Μακεδονομάχος ήταν και ο παππούς μου Βασίλης). Πολέμησαν επίσης κατά τη μάχη της Κρήτης κατά των αλεξιπτωτιστών του Γερμανικού στρατού το 1941 και στην συνέχεια στο αντάρτικο εναντίον των Γερμανών με σημαντική συμμετοχή σε θύματα, περήφανοι πάντα για τους αγώνες τους και τους αγώνες των προγόνων τους.
Από στοιχεία που προέρχονται από το βιβλίο του Αχιλ. Σκουλά, "Λάκκοι και Λακκιώτες", το 1091 παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Κων/πόλεως Αλέξιο στον Λέοντα Μουσούρο (ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα του Βυζαντίου που είχαν σταλεί στη Κρήτη για την τήρηση της τάξης), μεγάλη έκταση που περιελάμβανε και τους Λάκκους. Οικογένειες με το επώνυμο Μουσούροι υπήρχαν και το 1570 (Ζαμπέλιος Κρητικοί Γάμοι), (Χρονικά Τριβάν). Από αυτούς προέρχεται και η στράτα των Μουσούρων στο γνωστό επαναστατικό άσμα ¨πότε θα κάνει ξαστεριά … να κατεβώ στον Ομαλό στη στράτα των Μουσούρων¨.
Οι Λάκκοι που το 1920 δεν είχαν αμαξωτό δρόμο είναι σε απόσταση 24 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Ένα τμήμα της διαδρομής 15 περίπου χιλιόμετρα είναι πεδινό (μέχρι το χωριό Φουρνές) ενώ τα τελευταία 9 χιλιόμετρα είναι ημιορεινά. Μετά το Φουρνέ είναι ο ξεροπόταμος Κερίτης,
ΛΑΚΚΙΩΤΕΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1902
1η ΣΕΙΡΑ
1 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ (1872-1943)
2 ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΥΖ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
3 ΝΙΚΟΛ. ΙΩΑΝ ΜΑΛΙΝΔΡΕΤΟΣ
4 ΜΑΡΙΑ ΣΥΖ ΓΕΩΡΓ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
5 ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΓΕΩΡΓ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
6 ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΧΑΡΙΤ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ (1877-
7 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΙΤ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ (ΓΙΑΤΡΟΣ 1872-)
8 ΣΤΥΛ. ΣΤΑΜ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ
9 ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΡΙΤ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ (1879-
2η ΣΕΙΡΑ
10 ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ ΕΜΜ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ
11 ΑΡΓΥΡΩ ΣΥΖ ΣΤΑΜΑΤ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
12 ΕΜΜ ΣΤΥΛ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ
13 ΑΙΚΑΤ ΣΥΖ ΧΑΡΙΤ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
(ΚΟΡΗ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΑΝΝΑΣ ΜΑΝΤΑΚΑ)
14 ΑΝΝΑ ΣΥΖ ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΝΤΑΚΑ (ΚΟΡΗ ΕΜΜ. ΠΡΩΙΜΟΥ)
15 ΧΑΡΙΤΩΝ ΣΤΥΛ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ (1827-
16 ΚΛΕΑΝΘΗ ΓΕΩΡΓ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
17 ΑΡΓΥΡΩ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
στη συνέχεια τα ριζώματα, τα μνήματα των Μαντάκηδων, η Καπροκεφάλα, το χωριό Σκορδαλού, του Πραμαντινού το νερό, του Καλογέρου το τσουνί από όπου φαίνονται το χωριό των Λάκκων, κάτω χαμηλά τα Μεσκλά και απέναντι η Ζούρβα. Σε μια πλαγιά είναι οι ηρωικοί Λάκκοι σε υψόμετρο 520 μ. Από το χωριό αυτό ξεκίνησαν οι περισσότερες επαναστάσεις της Κρήτης από την εποχή ακόμη της Ενετοκρατίας. Οι πιο πολλοί αρχηγοί επαναστάσεων ήταν Λακκιώτες όπως ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, ο Χαράλαμπος (Αναγνώστης) Μάντακας, ο Εμμανουήλ Μαυρογένης αρχηγός της επανάστασης του 1858. Πέντε χρόνια πριν από την επανάσταση του 1866 ο Χατζημιχάλης ήταν στη φυλακή στα Χανιά. Τον είχε πιάσει ο Ισμαήλ πασάς με μπαμπεσιά. Τέτοια ήταν η αγάπη που του είχε η επαρχία Κυδωνίας που όλοι φορούσαν μαύρα.. Στο τέλος κατάφερε να κόψει τις αλυσίδες που του είχαν στα πόδια, να ανοίξει τρύπα στον τοίχο και να πηδήσει στο χαντάκι που έζωνε τη φυλακή. (Με λεπτομέρειες αναφέρει το γεγονός Γιάννης Τσίβης στο βιβλίο του Χανιά 1252-1940 σελ 198). Εκεί συνεννοημένοι τον περίμεναν δεκαεπτά Λακκιώτες που τον πήραν μαζί τους στον Ομαλό. Τότε χτίσανε οι Λακκιώτες το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα στον Ομαλό σε ανάμνηση εκείνης της δραπέτευσης. Το πόσο σημαντική ήταν η προσφορά των Λακκιωτών στον αγώνα κατά των Τούρκων φαίνεται και από τον Εθνικό Υμνο της Κρήτης όπου αναφέρονται με την ίδια βαρύτητα οι Λακκιώτες, οι κάτοικοι ενός χωριού και οι Σεληνιώτες και οι Σφακιανοί που είναι κάτοικοι ολόκλήρων επαρχιών:
Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη
τα βαριά της σίδερα σπα
και σαν πρώτα κτυπιέται κτυπά
και γοργή κατεβαίνει
Με μεγάλο θεόρατο δόρυ
όλη νιάτα πετά και ζωή
και σε τόση φωτιά και βοή
τρέμουν δάση και όρη
Χτύπα χτύπα της θάλασσας Σούλι
χτύπα κόρη γλυκιά του γιαλού
εδώ άνδρες παλαίουν
αλλού ζουν ως γυναίκες ή δούλοι
Από εδώ Σεληνιώτες Λακκιώτες
από εκεί στη φωθιά οι Σφακιανοί
να βουίζει παντού μια φωνή
σταις σπαθιαίς μας ταις πρώτες
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΟΜΑΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΠΟΡΟ"
Οι Λάκκοι φέρονται να κατοικούνται κατά το 1583 με 60 άντρες και 64 γυναίκες 14 - 16 ετών. Σε αναφορά του Κούμαρη 16.4.1898 οι κάτοικοι των Λάκκων ήταν 1307. Σύμφωνα με το ετήσιο μητρώο των Λάκκων του 1921 που περιλαμβάνει μόνο τους άρρενες κατοίκους υπήρχαν 580 εγγεγραμμένοι Λακκιώτες στην κοινότητα Λάκκων, ηλικίας άνω των 8 ετών.(41 Βολάνηδες, 32 Μάντακες, 21 Σκουλάδες και 17 Μαυρογένηδες). Σημειώνω ότι αν λάβουμε υπόψη μας και εκείνους που έχουν αλλάξει επώνυμα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο βιβλίο του Αχιλ. Σκουλα τότε από τους παραπάνω 580 εγγεγραμμένους οι 186 είναι Μαυρογένηδες ή απόγονοι Μαυρογένηδων, 151 Θοδωριανοί ή απόγονοι αυτών 128 Σκουλάδες ή απόγονοι αυτών, και 86 Μάντακες ή απόγονοι αυτών. Οι υπόλοιποι είναι κυρίως 27 Κουτρούληδες Κυπριακής ενδεχομένως προέλευσης.
Σήμερα οι Λάκκοι (με ελάχιστους πια μόνιμους κατοίκους) και όλα τα γύρω χωριά υπάγονται στο Δήμο Μουσούρων με έδρα το χωριό Αλικιανού.
" ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΡΕΣ ΤΑ ΧΑΡΑΚΙΑ "
Στους Λακκιώτες είχε παραχωρηθεί από τους Τούρκους το ιστορικό οροπέδιο του Ομαλού, σε απόσταση 14,5 χιλ. από τους Λάκκους και 38,5 χιλ. από τα Χανιά. Το οροπέδιο έκτασης 12 - 15 τετρ. χιλιομέτρων έχει τρεις εισόδους. Μια από τη μεριά των Λάκκων (πόρος) όπου είναι ο οικισμός των Λακκιωτών . Μια από την πλευρά των Σφακιών όπου είναι το Ξυλόσκαλο και το περίφημο φαράγγι της Σαμαριάς. Εκεί είναι και το σαπισμένο βουνό (Γκίγκιλος 2117 υψομ.), η κορυφή - πέρασμα Ληνοσέλι σε μεγάλο υψόμετρο, που έχει χιόνι χειμώνα καλοκαίρι και πηγή με πολύ κρύο νερό. Επίσης η τοποθεσία "στου Καλλέργη" σε σημαντικό επίσης υψόμετρο (1680 μ.), από όπου φαίνονται οι Πάχνες η ψηλότερη κορυφή 2452 μ. των Λευκών Ορέων. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η τρίτη είσοδος προς την επαρχία Σελίνου και προς το χωριό Αγία Ειρήνη. Παλιά η διαδρομή Λάκκοι - Ομαλός γινόταν μόνο με ζώο ή με τα πόδια σε 2,5 - 3 ώρες. Στη διαδρομή αυτή υπάρχουν τοποθεσίες γνωστές από διάφορα γεγονότα. Τέτοιες τοποθεσίες είναι "ο λόφος της Σαβουρές " αμέσως έξω από το χωριό που μετά το 1868 είχε γίνει πύργος από τους Τούρκους, σε μικρή απόσταση το χωριό Καράνου, "στης Καβαλαρές τα χαράκια" , δυο μεγάλες μαύρες πέτρες η μία απάνω στην άλλη που ο πατέρας μου έλεγε ότι είναι μετεωρόλιθοι, "στού Ζουμί" ένα πλάτεμα που φαίνονται οι Λάκκοι, "στη Φώκια" ένα μικρό πλάτεμα όπου έχουν γίνει πολλές φορές μάχες, (Ενετοί, Τούρκοι, Γερμανοί 1941-45, Εμφύλιος 1944-48) "στο Λαπογύρισμα", "στού Κατσοπρίνου τις σκάλες", "στα Νερατζόπορα", όπου υπάρχει και "του Βέργερη ο λάκκος", και τέλος ο πόρος (είσοδος) του Ομαλού με το σπήλιο του Τζαννή ένα μεγάλο σπήλαιο που μετά κάποιο σημείο στο βάθος, ακούγεται να τρέχει ποταμός.
Σχετικά με τον Βέργερη λενε ότι ήταν Ενετός πολύ βάρβαρος, που είχε εξισλαμισθεί και κατοικούσε στην Αγία Ειρήνη του Σελίνου (στους Λάκκους δεν είχαν κατοικήσει Τούρκοι), είχε καλέσει, όπως συνηθιζόταν γυναίκες Κρητικών να χορέψουνε για να διασκεδάσει με τους φίλους του γενίτσαρους. Στους χορούς ρίχνανε ρόβι (μπιζέλια) στο πάτωμα για να γλιστράνε, να πέφτουν οι γυναίκες, να βλέπουν τα πόδια τους και να γελάνε.
Ο Βέργερης κάλεσε και τον Γιώργιακα από την Αγία Ειρήνη να στείλει την όμορφη γυναίκα του (που μόλις είχε παντρευτεί) αλλά αυτός δεν απάντησε και τότε κατά τα συνηθισμένα ο Βέργερης του έστειλε ένα φυσέκι, δείγμα απειλής ότι αν δεν υπακούσει θα τον σκοτώσει. Ο Γιώργιακας του έστειλε δυο φυσέκια και ανέβηκε στα βουνά και έγινε χαϊνης (επαναστάτης). Μετά από κάποιο διάστημα ο Γιώργιακας πέτυχε στα Νερατζόπορα τον Βέργερη και τον σκότωσε. Οι Τούρκοι σε αντίποινα υποπτευόμενοι ότι Λακκιώτες βοσκοί σκότωσαν το Βέργερη, ( η περιοχή ήταν των Λακκιωτών), συνέλαβαν 17 Λακκιώτες και τους κρέμασαν υποχρεώνοντας τις οικογένειές τους να πληρώσουν υπέρογκα πρόστιμα για αποζημίωση των συγγενών του Βέργερη. Υπάρχει και σχετικό δημώδες άσμα που λεει ότι παρόλο που τον ήξεραν, τον φονιά, οι συλληφθέντες δεν τον πρόδωσαν και προτίμησαν να πεθάνουν (καλιά χαν να πεθάνουν, τέτοιοι αετοί και σταυραετοί δεν πρέπει να προδίδονται).
Ο Γιώργιακας για να μη σκοτώσουν και άλλους, παραδόθηκε και ομολόγησε τους λόγους που τον έκαναν να σκοτώσει τον Βέργερη.
Ο πασάς στα Χανιά θέλησε να του χαρίσει τη ζωή αλλά οι γενίτσαροι Τούρκοι που την εποχή εκείνη είχαν μεγάλη δύναμη τον απήγαγαν από τη φυλακή και τον λυντσάρισαν στους δρόμους των Χανίων. Για αποζημίωση των οικογενειών των άδικα εκτελεσμένων Λακκιωτών και από φόβο μιας ακόμη επανάστασης, έδωσαν οι Τούρκοι το οροπέδιο του Ομαλού
ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΤΙΝΑ, ΕΡΑΣΜΙΑ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΜΑΝΤΑΚΑ (1935)
<span style="font-size:180%;">και όλη την ορεινή έκταση μεταξύ Λάκκων και Ομαλού (Μαδάρες) στους Λακκιώτες. Οι κάτοικοι των Καράνων (χωριού κοντά στο δρόμο μεταξύ Λάκκων και Ομαλού), για να βοσκήσουν πρόβατα στις Λακκιώτικες Μαδάρες πλήρωναν φόρο στην κοινότητα των Λάκκων. Μάλιστα η γιαγιά της γιαγιάς μου, που ήταν Καρανιώτισα, μας έλεγε ο στρατηγός Μάντακας (αδελφός της γιαγιάς μου), ότι τον αποκαλούσε "Μουσούρο" εμπαικτικά, δηλ. κάπως σαν κατακτητή και καταπιεστή. Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να βοσκήσει την αίγα της λίγο έξω από το χωριό της χωρίς να πληρώσει φόρο στους Λακκιώτες, ενοχλούσε πολύ τη γιαγιά της γιαγιάς μου που ήταν γυναίκα του παπά Γιώργη Καβρούλη (το γένος Προβιδάκη) από τα Καράνου.
ΛΑΚΚΟΙ ΚΑΙ ΛΑΚΚΙΩΤΕΣ (2ο ΜΕΡΟΣ)
Ο δρόμος από τον Ομαλό στους Λάκκους ήταν η περίφημη από το άσμα "Στράτα των Μουσούρων".
Η γιαγιά Κατίνα, μητέρα του πατέρα μου, πέθανε το 1973 σε ηλικία 87 ετών . Όπως είπα παραπάνω ήταν κόρη του Μάρκου Μάντακα και εγγονή του παπά Καβρούλη από τα Καράνου. Στην επανάσταση του 1866-68 γενικός αρχηγός ήταν ο Ιωάννης Ζυμβρακάκης ταγματάρχης πυροβολικού που είχε έρθει από την Αθήνα με σώμα εθελοντών, κατ εντολή του αδελφού του Χαράλαμπου Ζυμβρακάκη, υπουργού Στρατιωτικών της Ελλάδας. Ο Ιωάννης Ζυμβρακάκης είχε παντρέψει, τον παππού μου με τη γιαγιά μου και είχε χαρίσει στη γιαγιά μου, ένα δακτυλίδι χωρίς μεν μεγάλη αξία αλλά όμως οπωσδήποτε ιστορικό. Το δακτυλίδι αυτό πηγαίνει στις νύφες του πρώτου άντρα της οικογένειας. Ετσι μέχρι τώρα το είχε η Ζωή, η οποία το έδωσε στη γυναίκα του Γιώργη την Ανθια σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειας.
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, η γιαγιά έμεινε στο σπίτι μας για δύο περίπου χρόνια. Η Στέλλα τη θυμάται ο Γιώργης όμως ήταν πολύ μικρός και δεν τη θυμάται. Τα καλοκαίρια την είχαμε μαζί μας στη Δροσιά. Όταν καθόταν στην αυλή έλεγε : "έπαέ (εδώ) παιδί μου είναι η παράδεισος, έπαέ είναι Ομαλός". Για τους Λακκιώτες ο Ομαλός ήταν κάτι σαν παράδεισος Είχαν το σιτάρι τους και τις πατάτες, το γάλα, το τυρί, το κρέας και όταν κινδύνευαν έφευγαν από το χωριό και πήγαιναν στον Ομαλό. Η γιαγιά Κατίνα ήταν αξιόλογος και αξιοπρεπέστατος άνθρωπος γεμάτη ευγένεια και καλοσύνη, αγαπούσε δε τη Ζωή πάρα πολύ τόσο που έλεγε ότι αυτή, η γιαγιά, την είχε γεννήσει τη Ζωή. Μας διηγιόταν πολλές ιστορίες από τους Τούρκους (όταν έφυγαν ήταν 27 χρόνων). Κατά τη δικτατορία του Μεταξά την είχαν εξορίσει στην Ανάφη γιατί ήταν αδελφή του στρατηγού Μάντακα. Αλλά και τον παππού μου το Βασίλη ο Μεταξάς τον είχε στείλει πολιτικό εξόριστο στη Νάξο και τον πατέρα μου μετέθεσε δυσμενώς στη Σύρο, παραμονές του πολέμου με την Ιταλία (Οκτώβριο 1940). Και εγώ είχα προβλήματα, το 1951 ήρθα στην Αθήνα να δώσω εξετάσεις για το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο. Τότε διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να εισαχθώ στο Πανεπιστήμιο, στη Μαθηματική Σχολή που με ενδιέφερε γιατί χρειαζόταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων! Σημειώνω ότι ήμουν πάρα πολύ καλός στα μαθηματικά είχα μάλιστα έρθει τρίτος στον πανελλήνιο διαγωνισμό της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας.
Ετσι έδωσα μόνο στο Πολυτεχνείο που δεν ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και πέτυχα στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών με πολύ καλή σειρά.
Η γιαγιά μου, μας έλεγε, ότι όταν ο Θεός έκανε την Κρήτη, είπε: "σε τούτο νε τον τόπο, θεριό να μη θεριέψει, Βασιλιάς να μη βασιλέψει"!, "γι αυτό παιδί μου δεν έχει δηλητηριώδη φίδια η Κρήτη και γι αυτό δεν θέλομε το Βασιλιά". Και τα δυο αποτελούν μια πραγματικότητα.
Επίσης μας είχε πει ότι μια φορά που τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι και είχαν πάρει τα βουνά, μόλις είχαν ψήσει μιαν αίγα σε ένα καζάνι, ο πατέρας της πριν να φάνε κοίταξε την σπάλα (κουτάλα - ωμοπλάτη) του ζώου και αναφώνησε "σκύλοι μας πιάσανε οι Τούρκοι, πάμε να φύγομε". Αναποδογύρισε το καζάνι και τότε στον πάτο φάνηκε μια δηλητηριώδης σαύρα (λιακόνι). Είπε: "αυτό ήτανε ξαναψήστε να φαμε". Οι παλιοί πιστεύανε στο διάβασμα της σπάλας. Στα 1967 το Πάσχα είχαμε στη Δροσιά την οικογένεια του Μανόλη του Μαυρογένη (Διοικητή στον ΟΤΕ τότε, μας είχε παντρέψει και είχε βαπτίσει και τη Στέλλα), πρώτου εξαδέλφου του πατέρα μου, τους γονείς μας και τα παιδιά μας . Ηταν και η γιαγιά η Κατίνα. Μόλις ψήθηκε το αρνί πήρε τη σπάλα η γιαγιά και την κοίταξε, αμέσως την πέταξε στεναχωρημένη στο διπλανό οικόπεδο. Για μερικές μέρες η αγωνία της ήταν μεγάλη για τα παντρεμένα παιδιά και εγγόνια της, κάθε στιγμή ρωτούσε, είναι καλά ο Γιώργης, μάθατε τίποτα για το Σταμάτη, τηλεφώνησε ο Βασίλης; Τα νεύρα όλων είχαν σπάσει και πιο πολύ της Ζωής που την είχε όλη την ώρα δίπλα της. Σε λίγες μέρες μάθαμε το θάνατο (δολοφονία στην Δανία) κατά τη εποχή της δικτατορίας της χούντας του 1967-74 του Γιώργου, παιδιού του Μανόλη. (ήταν τριάντα χρόνων προσωπικός φίλος και συνεργάτης του Ανδρ. Παπανδρέου).
Είπα στη γιαγιά (η οποία περίμενε το θάνατο ανδρός παντρεμένου, συγγενούς των παρόντων το Πάσχα στη Δροσιά!!), ότι έχει τραυματιστεί ο Γιώργος. Μου είπε: "θαν' αποθάνει παιδί μου" και σταμάτησε να ρωτά για την υγεία των άλλων συγγενών, γιατί θεώρησε ότι ο χρησμός είχε βγει. Στο κόκαλο της κουτάλας στη μια μεριά υπάρχει μια κουκκίδα και στην άλλη την λίγο πιο πλατειά, μια άλλη (ο άνδρας και η γυναίκα). Οταν λείπει η μια κουκίδα, όπως στην προκειμένη περίπτωση πίστευαν ότι υπάρχει θάνατος. Να ήταν μια προαίσθηση ή μια σύμπτωση; Ποιος ξέρει; Το γεγονός πάντως είναι πραγματικό γιατί το ζήσαμε όλοι. Επίσης στο ίσιο μέρος της κουτάλας, όταν υπάρχει θολούρα και δεν είναι άσπρο το διάφανο μέρος της κουτάλας, ανάλογα με την ένταση της και το χρώμα της, πίστεύαν ότι υπάρχει δυσκολία, πόλεμος και αίμα. (αυτό είχε "δει" ο πατέρας της όταν βρέθηκε στο καζάνι το λιακόνι).
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗ ΝΑΞΟ
Η γιαγιά μας διηγόταν για τον πεθερό της το Σταμάτη Μαυρογένη ότι είχε πει κάποτε στη γυναίκα του την Αργυρώ (βλέπε φωτογραφία του 1902) : "Αργυρή οντε (όταν) θαν' αποθάνω θα το κατέω (ξέρω), αλλά μην το πεις κιανενιούς", "ανομί σου (παράλογε)
ΟΜΑΛΟΣ 1924 ΟΙΚ. ΒΑΣ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ, ΜΑΝ. ΜΑΝΤΑΚΑΣ
θαρρώ πως θα γίνεις Σαριδαντρουλής" του απάντησε η Αργυρώ, (Ο Σαριδαντρουλής ήταν κάποιος συγχωριανός αλαφροίσκιωτος). Κάποτε o Σταμάτης έπαθε εγκεφαλικό, φώναξαν το γιατρό το Μαυρογένη του Χαρίτωνα. Η Αργυρή λεει για να μη μου πει πράμα (τίποτα) δε θαν αποθάνει. Έγινε καλά και σε μερικά ακόμη χρόνια σε ηλικία 87 χρόνων τη φώναξε από το μέσα δωμάτιο "Αργυρή", αυτή κακόβαλε και λεει του νου τσι, "εδά (τώρα) θα μου πει ότι θαν αποθάνει". Όταν πήγε μέσα τον βρήκε στο κρεβάτι και της είπε "να πας να φέρεις το παπά να με ευχελαιείσει και να με μεταλάβει γιατί θαν αποθάνω και φώναξε και τους χωριανούς να έρθουνε να τους χαιρετήσω". Χαιρέτησε τους χωριανούς μετάλαβε και βουβάθηκε. Την άλλη μέρα πέθανε. Ο θάνατος στο χωριό ενός μεγάλου ανθρώπου ήταν μια φυσική κατάσταση και την δεχόντουσαν όλοι σαν φυσιολογική συνέπεια χωρίς κανένα φόβο με αξιοπρέπεια. Η γιαγιά δε, όπως και όλοι οι Λακκιώτες, μετά από τόσα και τόσα που είχαν περάσει αλλά και τη βαθιά πίστη που είχαν στο θεό, δεν φοβόταν το θάνατο, μας έλεγε "να το κατέτε, υπάρχει και άλλη ζωή, επαέ (εδώ) είμαστε φυλακισμένοι και όντες (όταν) θαν αποθάνομε θα ξεφυλακωθούμε". Αντίθετα ο θάνατος νέου ανθρώπου θύμιζε αρχαία τραγωδία, το μοιρολόι με τα προτερήματα του πεθαμένου κρατούσε δύο και τρεις μέρες. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα ρούχα έκοβαν τις κοτσίδες των και τις έδιναν στο νεκρό. Οι άντρες φορούσαν μαύρο πουκάμισο και άφηναν γένια σε ένδειξη πένθους πολλές φορές έκοβαν ακόμη και τα μανίκια του ράσου (κάπα) τους. Ολη την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι άντρες σε ένδειξη πένθους φορούσαν μαύρο πουκάμισο και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και είχαν γένια. Όλοι οι Λακιώτες κάποιας ηλικίας ονόμαζαν ο ένας τον άλλο, αλλά και οι ξενοχωρίτες τους Λακκιώτες "καπετάνιους", γιατί όλοι κάποια στιγμή είχαν λάβει μέρος σε μάχες σαν αρχηγοί έστω και μικρών ομάδων. Κάποτε ο συγγραφέας Κονδυλάκης, όπως διηγείται ο ίδιος, πήγε στους Λάκκους και έκατσε σε ένα καφενείο να πιει ένα καφέ. Άκουσε το γκαρσόνι να δίνει παραγγελίες: "ένα καφέ στον καπετάν Μανόλη, ένα καφέ στον καπετάν Γιάννη, ένα καφέ στον καπετάν Νικολούδη κ.λ.π." Επειδή δεν ήξερε και το θεώρησε αστείο, φώναξε και αυτός "και ένα καπετάν καφέ σε μένα". Παραλίγο να φαει ξύλο. .Όταν γεννήθηκε ο Γιώργης μας, η γιαγιά Κατίνα έμενε στο σπίτι μας, η χαρά της ήταν μεγάλη γιατί γεννήθηκε αρσενικό παιδί που θα τον έβγαζαν Γιώργη , το όνομα του πρωτογιού της. Η Ζωή την πείραζε και της έλεγε βγάλαμε τη Στέλλα τώρα είναι η σειρά μου και γιαγιά απαντούσε "όι παιδί μου όι, Γιώργη θα το νε βγάλουμε"!
Αργότερα όταν διαπίστωσε ότι ο Γιώργης ήταν "ζερβοχέρης" διερώτονταν "τίνος έμοιασε τούτονέ το κοπέλι μούδε οι Μαντάκηδες, μούδε οι Καβρούληδες, μούδε οι Προβίδηδες" (λογάριαζε μόνο τους προγόνους της). Η Ζωή της έλεγε μα καλέ γιαγιά άλλοι συγγενείς δεν
υπάρχουνε να τους μοιάσει; "ναι παιδί μου, ναι παιδί μου", απαντούσε με καλοσύνη γελώντας.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια "μούδε οι Μαντάκηδες, μούδε οι Καβρούληδες, μούδε οι Προβίδηδες".
Την πρώτη φορά που πήγαμε στους Λάκκους με τη Ζωή και τα παιδιά, ένας συγγενής μεγάλης ηλικίας "καπετάνιος" κι αυτός, μόλις είδε το Γιώργη μας, μας είπε "τούτοσες είναι ο καπετάν Γιώργης;" Ο Γιώργης παρόλο που ήταν τεσσάρων, πέντε χρόνων εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που τον αποκάλεσαν "καπετάνιο" που το θυμάται ακόμη.
Ο παππούς ο Βασίλης ήταν ένας αξιόλογος άνθρωπος, είχε τελειώσει το Σχολαρχείο (Τρίτη Γυμνασίου), που για τα χρόνια εκείνα , Τουρκοκρατία, ήταν κατόρθωμα.
ΓΙΩΡΓΗΣ , ΓΕΩΡΓΙΟΣ , ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ 1992
Οι τρεις τάξεις ήταν στο χωριό Αλικιανού, 9 χιλ. από τους Λάκκους, στον κάμπο. Ο γραφικός του χαρακτήρας φαίνεται σε μια κάρτα που έστειλε όταν ήταν εξορία (πολιτικός εξόριστος) στη Νάξο.
Μετά από κάθε επανάσταση οι Τούρκοι έδιναν υποτροφίες σε παιδιά των αρχηγών των επαναστατών για να τους εξευμενίσουν. Ήρθε η σειρά του παππού Βασίλη ο οποίος ήταν πολύ καλός και έξυπνος μαθητής, αλλά δεν τον πρότειναν. Η γιαγιά Κατίνα μας έλεγε ότι αυτό του κόστισε πάρα πολύ και αρρώστησε. Είχε παράπονα από το δάσκαλο του χωριού Χαζίρη αλλά και στον θείο του Μανόλη Μαυρογένη (αρχηγό του 1858), διότι ενώ είχε αυτός τα προσόντα και του είχε υποσχεθεί να πάει με υποτροφία για γιατρός, έστειλαν τον ανιψιό της γυναίκας του Μανόλη Μαυρογένη πολύ κατώτερο μαθητή. Ο παππούς ήταν επίτροπος στην εκκλησία του χωριού και συμμετείχε ενεργά στο κτίσιμο του ναού του Αγίου Αντωνίου, αλλά παρ όλες τις προσκλήσεις δεν θέλησε να αναλάβει αξιώματα. Τον καλούσαν πάντα να βγάλει τι ποσοστό τυριού πρέπει να πάρουν οι βοσκοί, οι κτηνοτρόφοι και το τυροκομείο πράγμα δύσκολο που ήθελε μαθηματικές γνώσεις αλλά και πειθώ. Ότι πρόβλημα υπήρχε τον όριζαν διαιτητή και η γνώμη του ήταν Νόμος. Ο παππούς μου με τα αδέλφια του είχαν πάρα πολλά πρόβατα. Εστελναν τυριά και κρέας στον αδελφό τους το Μανόλη στην αγορά των Χανίων (στο σταυρό της αγοράς των Χανίων μέσα δεξιά υπάρχει ακόμη το μαγαζί), αυτός όμως, όπως έλεγαν, έχασε τα λεφτά, και όταν ήθελαν να αγοράσουν μια μεγάλη έκταση στην Αγιά δεν μπόρεσαν και έτσι ήταν οι μόνοι από τους Μαυρογένηδες που
έμειναν στους Λάκκους. Οι άλλοι μετώκοισαν επί Τουρκοκρατίας σε διάφορα πεδινά χωριά όπως στα Σταλό, Συρίλι, Φουρνές, Βαρύπετρο, Ζυμπραγού κ.α.
Οι Λάκκοι ήταν 24 χιλ. από τα Χανιά αλλά ο δρόμος ανοίχτηκε μετά το 1915. Μέχρι τότε η μετάβαση ήταν ολόκληρο ταξίδι. Ο παππούς κατέβαινε μια φορά το μήνα να πουλήσει τυρί ή λάδι και να αγοράσει τα απαραίτητα. Μπακαλιάρος, δέρματα για σόλες, καρφιά για τα στιβάνια (μπροκαδούρες), ρούχα και άλλα χρειώδη (σκουτέλια) ήταν τα πράματα που αγόραζε.
Η γιαγιά είχε αναλάβει εκτός από τις δουλειές του σπιτιού, τις αίγες (2 κατσίκες και τα κατσικάκια τους κατά περιόδους και ένα δυο πρόβατα) τους κήπους, στη Σεϊνέ και στου Κολεσά και την ύφανση των ρούχων. Επίσης είχε την επιμέλεια ενός χοίρου για τα Χριστούγεννα που το σπίτι του (ο κούμος) ήταν κάτω από το φούρνο (όλα τα σπίτια είχαν φούρνο).
Έθιμο ήταν όταν ο άντρας παντρευόταν να έχει κάνει και σπίτι δικό του. Τον βοηθούσαν οι φίλοι του και έκαναν δυο δωμάτια. Το ένα ήταν η κουζίνα και το καθιστικό, στο ισόγειο και ένα στον όροφο η κρεββατοκάμερα. Αν μπορούσε έκανε και μια αποθήκη ή και ένα στάβλο. Ο παππούς μου τα είχε όλα.
ΛΑΚΚΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ ΤΟ ΤΣΟΥΝΙ
Ο παππούς με το μπεγίρι (άλογο) είχε τον Ομαλό και την επίβλεψη των βοσκών στα πρόβατα. Κατά την επανάσταση του 1821 οι Λακκιώτες είχαν στις Μαδάρες, 40 χιλιάδες αιγοπρόβατα. Κατά την επανάσταση του 1866-68, 27 χιλιάδες και κατά την απελευθέρωση της Κρήτης 32 χιλιάδες. Ο Ομαλός σπερνόταν με δημητριακά (σανό και σίκαλη) και φυτεύονταν με πατάτες. Μετά το 1927 ο πατέρας μου απόφοιτος τότε της Μέσης Γεωπονικής Σχολής Λάρισας, σε συνεννόηση με τους καθηγητές του, πρότεινε τη σπορά σιταριού (ποικιλία Εριέττα κατάλληλη για υψόμετρο 1060 μέτρα που είναι ο Ομαλός). Ο παππούς Βασίλης δεν δέχτηκε να φυτέψει το στάρι που πρότεινε ο πατέρας μου, γιατί προηγούμενες προσπάθειες είχαν αποτύχει και φοβόταν ότι θα τον κορόιδευαν οι άλλοι χωρικοί. Τότε ο πατέρας μου όργωσε μόνος του το χωράφι και το έσπειρε. Η απόδοση ήταν πολύ μεγάλη και όλοι μετά ζητούσαν σπόρο να φυτέψουν. Ετσι κατάργησαν τη σίκαλη και φύτευαν στάρι μέχρι το 1950. Από τότε δεν σπέρνεται, πλέον ο Ομαλός, σαν ασύμφορος και είναι μόνο περιοχή με μεγάλη τουριστική εκμετάλλευση και κτηνοτροφία.
Τα καλοκαίρια που πέρασα στο χωριό ήταν αξέχαστα. Ημουν 12 - 15 χρόνων και γύριζα με τα άλλα παιδιά κυνηγώντας πουλιά με σφεντόνα όλη την ημέρα. Περνούσαμε από τα αμπέλια και τρώγαμε σταφύλια και τα βράδια πηγαίναμε στο καφενείο που οι μεγαλύτεροι έπαιζαν σκαμπίλι, πρέφα και κούπες. Αλλα βράδια καθόμαστε στο σπίτι και ακούγαμε ιστορίες για τους Τούρκους και τους Γερμανούς. Δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς
μου έμενε η Δεσποινιά Μαυρογένη αδελφή του Μανόλη Διοικητή του ΟΤΕ, πρώτη εξαδέλφη του πατέρα μου। Οι Λάκκοι από τη Σαβουρέ.
Είχε πάντα μικρά κατσικάκια και προβατάκια και μερικά άγρια πουλιά εξημερωμένα (κοτσύφια, πέρδικες, κοράκια)। Μας αγαπούσε πάρα πολύ και συνέχεια μας φίλευε με φρούτα από δενδράκια που είχε στην αυλή της. Όταν παντρεύτηκα μας έπλεξε μια ολόκληρη κουβέρτα που χρειάσθηκε συνεχή εργασία έξι μήνες. Λίγο παραπάνω έμεναν τα πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου, παιδιά του Στυλιανού ο Περικλής, η Ελευθερία και η Αναστασία. Αυτοί με έπαιρναν σε όλους τους γάμους και τα πανηγύρια που κρατούσαν τρεις και τέσσερις μέρες. Από την κάτω μεριά έμενε ο Γιώργης ο Μαυρογένης με τη γυναίκα του την Αγάπη και την αδελφή του την Αφροδίτη και τα παιδιά του την Μαρία (που παντρεύτηκε το Λευτέρη το Βολάνη ) και τον Αντώνη. .
Συχνά με τον Αντώνη πηγαίναμε για πουλιά και για καρύδια। Ο Αντώνης ήταν ο καλύτερος κυνηγός (με σφεντόνα) του χωριού. Τώρα μένει μόνο ο Λευτέρης με τη Μαρία και τα καλοκαίρια πηγαίνει ο Αντώνης συνταξιούχος του ΟΤΕ όπως και τόσοι άλλοι Λακκιώτες που σταδιοδρόμησαν στον ΟΤΕ με τη βοήθεια του Μανόλη του Μαυρογένη .
Στην Αθήνα μένουν τώρα ένα σωρό πρώτα, δεύτερα ξαδέρφια και ένα σωρό ανίψια που βλεπόμαστε αραιά και που σε κανένα γάμο και καμιά κηδεία। Για πόσο άραγε ακόμα. Τα παιδιά μας γνωρίζονται τυχαία σε κάποια μπαρ. Που είσαι Μανόλη Μαυρογένη από τη Βαμβακού να δεις τους απογόνους σου. Πρέπει να ξεπερνούν τις δέκα χιλιάδες!
Φωτογραφία από το γάμο του Ματθαίου Σκουλά, γιού του Γιάννη, πρώτου εξαδέλφου μουΣτη φωτογραφία ο Γιάννης με τα αδέλφια του Αχιλλέα, Νίκο, Βασ. Μαυρογένης, Σκουλής
Περισσότερα για την ονομασία των Λάκκων αναφέρονται στο βιβλίο του Σ। Σπανάκη "ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ 1991 Η πρώτη επίσημη αναφορά γίνεται το 1577 από τον Fr. Barozzi σαν Lacus d' Armaro, δηλαδή οι Λάκκοι του
Αρμάρο. Το επώνυμο Νταρμάρος αναφέρεται στην Κρήτη το 1378 σαν κάτοικος του χωριού Καλέσα. Είναι περίεργο αλλά υπάρχει στους Λάκκους τοποθεσία Κολεσάς που πιθανόν να έχει κάποια σχέση με τον Νταρμάρο.
Στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρονται 140 χριστιανικές οικογένειες και δύο Τουρκικές. Το 1881 είναι έδρα του δήμου Λάκκων με 871 κατοίκους χριστιανούς. Το 1900 έχει 878 κατοίκους το 1940 910, το 1951 704, το 1961 έχει 660 και το 1971 έχει 507. Βέβαια τα τελευταία είναι νούμερα απογραφής και είναι πλασματικά γιατί οι μόνιμοι κάτοικοι είναι ελάχιστοι πλέον.
MIA ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ( ΟΜΑΛΟΣ 1965)
(Γιαγιά Κατίνα, Βασ. Σταμάτη Mαυρογένης, Γεώργ. Μαυρογένης
Βασίλης Γεωργίου Μαυρογένης και Στέλλα Βασ. Μαυρογένη )
ΟΙ ΠΑΧΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΚΑΛΕΡΓΗ ΔΕΞΙΑ Ο ΓΚΙΓΚΙΛΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1940 - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1941
Το χειμώνα του 1940 μείναμε στους Λάκκους. Εγω έκανα παρέα με το γειτονόπουλα και τα ξαδέλφια μου της ηλικίας μου. Πηγαίναμε στο σχολείο του χωριού , στην πρώτη Δημοτικού. Τα μαθήματα ήταν εύκολα και όλη μέρα παίζαμε. Ειχα προσαρμοστεί πλήρως με τα χωριατόπαιδα και μάλιστα θυμάμαι ότι επειδή αυτά δεν φορούσαν παπούτσια γύριζα και εγώ ξυπόλυτος γιατί… ντρεπόμουνα να φοράω εγώ παπούτσια!! Μάλιστα για να μην το πάρει είδηση η μητέρα μου τα έβαζα φεύγοντας από το σπίτι και μόλις έβγαινα τα έκρυβα κάπου για να τα ξαναβάλω στην επιστροφή!!.
Το χειμώνα μάλιστα βγάζαμε και χαρτζιλίκι. Τότε το μάζεμα των ελιών δεν γινόταν όπως σήμερα με τίναγμα και δίχτυα, αλλά άφηναν τις ελιές και έπεφταν και όταν μαζεύονταν πολλές τότε πήγαιναν τίναζαν όσες ακόμη υπήρχαν και μάζευαν και αυτές από κάτω. Ετσι το λάδι ήταν κακής ποιότητας και ένα μέρος των ελιών έμενε στο δέντρο και έπεφταν αργότερα. Αυτές τις ελιές τις μάζευαν τα παιδιά του χωριού και έβγαζαν κάποιο χαρτζιλίκι, όχι σπουδαία πράγματα αλλά για τα χωριατόπαιδα ήταν σημαντικό. Ενας άλλος τρόπος να βγάλεις χαρτζιλίκι ήταν τα Χριστούγεννα με τα κάλαντα. Βέβαια οι χωρικοί δεν είχαν χρήματα να δώσουν γι αυτό έδιναν λίγο λάδι ή κανένα αυγό και τα παιδιά τα πήγαιναν στο μπακάλη του χωριού που τους έδινε καραμέλες και κανένα τετράδιο.
Την εποχή εκείνη πήγα να πω και εγώ με την παρέα μου τα κάλαντα στο σπίτι του στρατηγού Μάντακα. Μας δώσανε το λάδι και εμένα με φώναξε και μούδωσε ένα δίφραγκο,
σοβαρό ποσόν για την εποχή. Με είδε που ήμουν ξυπόλυτος και με ρώτησε γιατί, του εξήγησα ότι δεν μπορούσα να φοράω παπούτσια γιατί οι φίλοι μου δεν είχαν και ντρεπόμουνα. Με κοίταξε σκεπτικός και μου λέει η μάνα σου τι λέει; Του εξήγησα ότι δεν το ήξερε, μου κτύπησε τον ώμο και μου λέει καλά δεν πειράζει. Ηταν ένας υπέροχος άνθρωπος και είμαι ευτυχής που τον γνώρισα τα επόμενα χρόνια πολύ καλά. Ηταν δημοκράτης με όλη τη σημασία της λέξης, Στην Αθήνα σαν φοιτητής πήγαινα συχνά στο σπίτι του στο Μαράσλειο και αργότερα σαν μηχανικός ήταν πολύ συχνά στο σπίτι μας στη Δροσιά.
Στους Λάκκους, το 1940, γνώρισα και τη μητέρα του Στρατηγού, τη Μάρκισα (γυναίκα του Μάρκου Μάντακα), προγιαγιά μου, ήμουν 7 χρόνων. Ηταν μια αρχοντογυναίκα που παρά τα ενενήντα δυο χρόνια της, ήταν ακμαιότατη, όλο ζωντάνια. Είχε λάβει μέρος στη επανάσταση του 1866 μαζί με άλλες είκοσι Λακκιώτισες, ντυμένες ανδρικά. (ήταν τότε 18 χρόνων).
Μάλιστα ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης, αρχηγός επανάστασης, στα απομνημονεύματά του λέει ότι οι γυναίκες είχαν δική τους σημαία και ότι σε αγώνες σκοποβολής που έγιναν στον Ομαλό είχαν κερδίσει τους άνδρες!! Την θυμάμαι τη γιαγιά, τη Μαντάκισα να φορά στα ενενήντα δύο της, στιβάνια ανδρικά! Τα φορούσαν από τότε που πολέμησαν. Ηταν σαν τρόπαιο των αγώνων τους αλλά και σαν αναγνώριση. Μάλιστα τις γυναίκες αυτές τις σεβόντουσαν και τις θεωρούσαν οι άντρες ισότιμες.
Ηταν μεγάλη ευτυχία ναχεις γνωρίσει τους Ανθρώπους αυτούς. Είχαν τόση σοφία και τέτοια κουλτούρα που δεν μπορείς να το πιστέψεις.
Πριν λίγες μέρες σε συζήτηση με το γιό μου το Γιώργη (πολιτικός επιστήμονας γαρ) έμεινα έκπληκτος από μια παρατήρησή του, που αν και τόσο απλή ποτέ δεν την είχα σκεφτεί. Μου είπε ότι ενώ οι γενιές αλλάζουν κάθε 30 χρόνια, η κουλτούρα ενός τόπου, στα χρόνια προ της παγκοσμιοποίησης μεταφερόμενη από τους προπαππούδες στα δισέγγονα έχει ιστορία 200 ετών με παρεμβολή ενός ατόμου. Πχ μου λέει γνώρισε τη γιαγιά μου που είχε γεννηθεί το 1882 και που αυτή όταν ήταν10 χρόνων είχε γνωρίσει ανθρώπους που είχαν πολεμήσει το 1821!
Πραγματικά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι η Μαντάκισα που είχα γνωρίσει το 1940 στα 92 χρόνια της, είχε γεννηθεί το 1848 και πολύ πιθανό να είχε γνωρίσει τον Τζαννή αλλά και το Μανόλη Μαυρογένη που ήρθε από την Πάρο το 1770 !!!
Στις 21 Μαΐου του 1941 πια, ο πατέρας μου ήταν στη μονάδα του στα Χανιά, (αφού είχε προλάβει και είχε γυρίσει στη Κρήτη από την Αλβανία), όταν έκαναν την επίθεση οι Γερμανοί. Εγώ άκουσα τη βοή των αεροπλάνων στούκας και ανέβηκα στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού να δω τι γίνεται. Τα αεροπλάνα, πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν αλλά ήταν μακριά και δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος. Αρχισα να μετράω τρία, πέντε, εφτά, δέκα ο θόρυβος ήταν πολύς και η μητέρα μου με άρπαξε από το πόδι με κατέβασε κάτω και πήρε και τον αδελφό μου και ακολουθήσαμε τους άλλους χωρικούς προς τα διάφορα σπήλαια που υπήρχαν κοντά στο χωριό. Εκεί κοιμηθήκαμε δυο, τρεις βραδιές αλλά μετά αφού διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος γυρίσαμε στα σπίτια μας.
Σε λίγες μέρες ήρθε ο πατέρας μου και πήγαμε οι δυο μας για λίγες μέρες στον Ομαλό. Στη συνέχεια μείναμε στους Λάκκους, όπου μόλις έβλεπαν να έρχεται αυτοκίνητο, είχαν ορατότητα για δυο χιλιόμετρα περίπου, έφευγαν όλοι οι άνδρες και οι νέες γυναίκες προς τα βουνά, γιατί οι Γερμανοί σε αντίποινα εκτελούσαν όποιο έβρισκαν.
Λίγο μετά την 21 Μαΐου, είχαν έρθει στους Λάκκους οι τριτοετείς Ευέλπιδες που έλαβαν μέρος στη μάχη της Κρήτης. Ηταν σε κακά χάλια, νέα παιδιά 19 χρόνων, καταταλαιπωρημένοι. Μαζεύτηκαν οι χωρικοί και τους πήραν στα σπίτια τους να φάνε και να πλυθούνε. Στην τάξη αυτή ήταν μεταξύ των άλλων και ο Γιώργος Παπαγρηγοράκης πρώτος μου εξάδελφος (ίδια τάξη με το Λεωνίδα Αλεξανδρόπουλο Διοικητή του ΟΤΕ στη δικτατορία, αλλά συμμαθητής και με τον ίδιο το δικτάτορα το Γιώργο Παπαδόπουλο). Ο Γιώργος Παπαγρηγοράκης, ταγματάρχης τότε, σκοτώθηκε στην Κομοτηνή τις τελευταίες μέρες του εμφυλίου το 1948. Ηρθε με ένα άλλον στο σπίτι μας και θυμάμαι ότι η μητέρα μου τους έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια του πατέρα μου, από το οποίο μάλιστα ο Γιώργος κράτησε το ένα παπούτσι και ο φίλος του πήρε το άλλο!! Τις εποχές εκείνες οι άνθρωποι δεν είχαν περίσσευμα ρούχων και παπουτσιών όπως σήμερα. Ένα σακάκι, ένα παντελόνι δυο πουκάμισα και ένα η και καμιά φορά δυο ζευγάρια παπούτσια είχε το κάθε μεσοαστικό σπίτι. Αυτό έγινε αιτία που κατά την τετραετή γερμανική κατοχή, υπήρξε σοβαρό πρόβλημα ένδυσης και υπόδησης.
Υπήρξε εποχή που είχαμε παπούτσια …με ξύλινη!! σόλα κομμένη κάτω από τα μπροστινά δάκτυλα και με ένα κομμάτι χονδρό ύφασμα είχες τη δυνατότητα να λυγίζει η σόλα ώστε να μπορείς να περπατάς. Από πάνω είχε μια ζώνη από ύφασμα ή από λάστιχο σαν πέδιλο!
ΟΜΑΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΚΑΛΕΡΓΗ,
ΟΜΑΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΚΑΛΕΡΓΗ,
Εφθασαν πολλοί να κάνουν με κουβέρτες παλτά για να αντιμετωπίσουν το κρύο. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε καλοριφέρ στην Κρήτη. Οι πιο φτωχοί δεν είχαν καθόλου θέρμανση, Μερικοί χρησιμοποιούσαν μαγκάλι, ένα ταψί σε πόδια που άναβαν κάρβουνα ή σπόρους από ελιές που τους πετούσαν στα ελαιουργεία και πολύ πολύ λίγοι, μεταξύ των οποίων και εμείς, είχαν σόμπα που έκαιε ξύλα!
Δύσκολοι καιροί αλλά ενδιαφέροντες. Δεν υπήρχαν γκρίνιες στα σπίτια και όλοι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βοηθά ο ένας τον άλλο